Ads (728x90)

Δεν δίνουμε τυχαία τον τίτλο «άρχων της τραγάνας» στο συγκεκριμένο ψάρι! Το Λυθρίνι είναι ο αφέντης των τραγανότοπων. Εκεί θα το αναζητήσουμε διότι ο συγκεκριμένος θαλάσσιος τόπος του προσφέρει τις τροφές που προτιμά. Αυτές, μάλιστα, θα πρέπει να του προσφέρουμε δολωμένες στο κατάλληλο αγκίστρι, ώστε να έχουμε αποδοτικό αποτέλεσμα.



Στις ελληνικες τραγανες θα αναζητήσουμε το εκλεκτό αυτό ψάρι που μπορεί να διαφέρει ελαφρώς από τόπο σε τόπο. Στις Κυκλάδες ή στον Παγασητικό για παράδειγμα συναντάμε το πελαγίσιο λυθρίνι με μια μαύρη στενή κηλίδα στα πλευρικά του πτερύγια, αλλά βασικό χαρακτηριστικό του παραμένει το έντονο κόκκινο χρώμα στη ράχη και σταδιακά κόκκινο ανοικτό όσο πλησιάζουμε προς την κοιλιά.

Τα λυθρίνια αποκτούν βάρος από τον Οκτώβριο γι' αυτό δεν λέγεται τυχαία ότι ο χειμώνας είναι η εποχή των λυθρινιών, όπου και ψαρεύονται ευκολότερα.
Ιδιαιτερότητες & συνήθειες
Το λυθρίνι είναι ένα εκλεκτικό και μίζερο ψάρι. Για να έρθει κοντά στα δολώματα μας πρέπει να είναι όχι μόνο τα καλύτερα, αλλά και τέλεια δολωμένα. Το δόλωμα επίσης, θα πρέπει να το τσιμπήσει πρώτα το ίδιο και όχι κάποιο άλλο ψάρι. Αν προλάβει και πάει άλλο ψάρι τότε πολύ δύσκολα θα κάνει αυτό τη δεύτερη προσπάθεια. Η καχυποψία του συγκεκριμένου ψαριού είναι πολύ ανεπτυγμένη. Θα πρέπει η αρματωσιά μας να είναι τέτοια και με τον ανάλογο τρόπο κατασκευασμένη που να μην τρομάζει το ψάρι και να του δημιουργεί τις λιγότερες δυνατές υποψίες.

Αν δεν καταφέρουμε να πιάσουμε το λυθρίνι με τις πρώτες τσιμπιές στην καθετή μας, τότε καλό είναι να την ανεβάσουμε, να ξαναδολώσουμε και στη συνέχεια να την ξαναρίξουμε στον βυθό. Με το που θα φτάσει κάτω η καθετή «παίρνουμε τα μπόσικα» και είμαστε έτοιμοι να καρφώσουμε με το παραμικρό τσίμπημα, που δεν περιμένουμε να είναι δυνατό. Ενα μικρό τρεμούλιασμα είναι αρκετό. Αν περιμένουμε να έρθει η καλή τσιμπιά, τότε μπορεί να πιάσουμε οποιοδήποτε άλλο ψάρι αλλά όχι λυθρίνι.
Το λυθρίνι βρίσκεται πολύ κοντά στον βυθό. Αρα θα πρέπει το δόλωμα μας ακόμη και να ακουμπάει πάνω του. Γι' αυτό άλλωστε τα λυθρίνια πιάνονται στο κάτω - κάτω αγκίστρι, άντε και καμιά φορά στο δεύτερο. Τα υπόλοιπα αγκίστρια μπορεί να κάνουν κι άλλα ψάρια, αλλά για τα λυθρίνια όχι, εκτός σπανιότατων περιπτώσεων όπου μας έχει τύχει να τσιμπήσουν σε δολωμένο τσαπαρί με γαρίδα. Στο τελευταίο αγκίστρι της αρματωσιάς δίνουμε μεγάλη σημασία, το επιθεωρούμε πάντα και φροντίζουμε να διατηρείται σε τέλεια κατάσταση, διότι είναι εκείνο που θα μας δώσει το καλό λυθρίνι.
Το τελευταίο αυτό αγκίστρι το δένουμε σε ένα παράμαλλο αρκετά πιο μακρύ από τα άλλα. Οι λόγοι είναι δύο.
Πρώτον ότι βρίσκεται μακρύτερα από το βαρίδι και την υπόλοιπη αρματωσιά με συνέπεια να μη φοβάται το ψάρι και δεύτερον ότι το δόλωμα έχει περισσότερα περιθώρια να κινηθεί ελεύθερα κι έτσι φαίνεται φυσιολογικότερο στο ψάρι, ώστε να μην το φοβίσει και να μην το κάνει να το υποπτευθεί.
Το μέγεθος του αγκιστριού είναι ανάλογο με τα ψάρια που αναζητάμε. Το σχήμα του συνήθως είναι πλακέ, αλλά και παπαγαλάκι να χρησιμοποιήσουμε ή λίγο στραβό κάνει θαυμάσια τη δουλειά του, αφού το λυθρίνι το πιάνουμε με το κάρφωμα. Αυτό που μετράει στο αγκίστρι μας είναι να έχει πάρα πολύ κοφτερή ακίδα.
Δολώματα

Εφόσον χρησιμοποιούμε μακριά παράμαλλα, μακριά θα είναι η αρματωσιά μας, οπότε θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και μακρύ καλάμι με ευαίσθητα τα τελευταία τμήματά του ειδικά στη μύτη. Αν το λυθρίνι τσιμπάει με όρεξη (πράγμα πού συμβαίνει σπανιότατα), χρησιμοποιούμε κοντά παράμαλλα όχι όμως κάτω από 40 πόντους, ενώ σε τσίμπημα χωρίς όρεξη ή μίζερο -όπως συνηθίζει- χρησιμοποιούμε μακριά.

Το λυθρίνι είναι μίζερο όσον αφορά τη διατροφή του και πρέπει να του προσφέρουμε το δόλωμα όσο μπορούμε πιο φρέσκο, ζωντανό κατά προτίμηση και ποτέ κατ' επανάληψη. Αν πιάσουμε ένα λυθρίνι με δόλωμα καραβιδάκι ζωντανό, που είναι από τα αγαπημένα του, την επόμενη φορά δεν θα του το προσφέρουμε αμέσως, το αφήνουμε να το ζητήσει, έτσι θα το φάει πιο εύκολα. Μετά από δύο κατεβάσματα με κάποιο άλλο δόλωμα, όπως γαρίδα, δολώνουμε εκ νέου με καραβιδάκι κι έτσι το αρπάζει! Κάτι άλλο που χρειάζεται να προσέξουμε είναι ότι δεν θα πρέπει να πάμε για ψάρεμα με ένα δόλωμα, καλύτερα να έχουμε τουλάχιστον τρία διαφορετικά, όπως γαρίδα (φωτό δεξιά πάνω), κόκκινο καραβιδάκι (φωτό δεξιά κάτω) και σκουλήκι (ανάλογα την περιοχή), γιατί όπως είπαμε είναι ψάρι εκλεκτικό και οι προτιμήσεις του είναι κάπως απρόβλεπτες.
Αγκίστρια & αρματωσιές

Τα αλιευτικά εργαλεία που θα χρησιμοποιήσουμε είναι διπλάρι ή και μονάγκιστρο, ενώ το κοινό και στις δύο περιπτώσεις είναι η ποιότητα των υλικών. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αγκίστρι με μέτρια κοιλιά με μεσαίο έως μακρύ στέλεχος, διαθέτοντας αρπάδι που καρφώνει με το παραμικρό.

Πολύ καλά αποτελέσματα πάντως είχαμε χρησιμοποιώντας και το κλασσικό παραγαδίσιο αγκίστρι Νο17 (φωτο 1 απέναντι σελίδα).

Τα παράμαλλα για το διπλάρι θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 60 πόντοι, ενώ για το μονάγκιστρο 80 πόντοι έως 1 μέτρο. Καλό θα είναι μάλιστα να χρησιμοποιήσουμε αόρατα (φωτο 2 απέναντι σελίδα).
Εφόσον χρησιμοποιούμε μακριά παράμαλλα, μακριά θα είναι η αρματωσιά μας, οπότε θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και μακρύ καλάμι με ευαίσθητα τα τελευταία τμήματά του ειδικά στη μύτη.
Βαρίδι χρησιμοποιούμε πάντα ανάλογα με το βάθος που ψαρεύουμε, μικρό βάθος μικρό βαρίδι, μεγάλο βάθος μεγάλο βαρίδι.
Το τσίμπημα
Σύμφωνα με τις ορέξεις του χρησιμοποιούμε αντίστοιχα παράμαλλα.

Αν το λυθρίνι τσιμπάει με όρεξη (πράγμα πού συμβαίνει σπανιότατα), χρησιμοποιούμε κοντά παράμαλλα όχι όμως κάτω από 40 πόντους, ενώ σε τσίμπημα χωρίς όρεξη ή μίζερο -όπως συνηθίζει- χρησιμοποιούμε μακριά.
Εμείς πάντως σε όλες τις περιπτώσεις χρησιμοποιούμε μακριά.
Σημαντικότατο ρόλο παίζει η αίσθηση της αφής, αυτό δηλαδή που θα νιώσουμε κατά την επαφή των δακτύλων μας με το ψάρι.
Σπάνια θα αισθανθούμε δυνατό τσίμπημα, τις περισσότερες φορές ίσα - ίσα που το καταλαβαίνουμε, εκεί είναι που πρέπει να καρφώσουμε δυνατά και αποφασιστικά.
Τότε θα νιώσουμε το κεφάλι που κάνει το λυθρίνι, μέχρι να το φέρουμε όμως πάνω στη βάρκα δεν είμαστε σίγουροι ότι έχει γίνει δικό μας.
Το ψάρι με πονηριά κατά την άνοδο προσπαθεί να προσπεράσει την αρματωσιά για αυτό πολλές φορές δεν καταλαβαίνουμε τα κεφάλια του στο ανέβασμα, ενώ αν σταματήσουμε να τραβάμε είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα το χάσουμε, για αυτό μαζεύουμε πάντα σταθερά, αργά ή γρήγορα, διατηρώντας όμως επαφή με το ψάρι.
Βυθόμετρα
Απαραίτητο, όργανο στο ψάρεμά μας είναι το βυθόμετρο. Με το όργανο αυτό επιλέγουμε τον τόπο ψαρέματος, αναζητώντας την τραγάνα όπου ζουν τα λυθρίνια, τα φαγκρόπουλα ή τα τσαούσια και στα πιο βαθιά οι μπαλάδες.

Το ψάρεμα του λυθρινιού γίνεται με το γνωστό τρόπο της καθετής και φυσικά οι καλύτερες εποχές είναι από τον Χειμώνα έως τις αρχές της Άνοιξης. Το χρονικό αυτό διάστημα τα βράχια και γενικότερα οι τραγάνες του βυθού συνήθως δε έχουν πολλά φύκια, γεγονός που διευκολύνει το ψάρεμα.
Διατροφική ποιότητα
Η διατροφή μας με ψάρια φροντίζει για την καλή λειτουργία της όρασης, του δέρματος, καθώς και του εγκεφάλου.

Ολα τα ψάρια δεν έχουν την ίδια περιεκτικότητα σε λίπος, πρωτεΐνες και νερό. Η σύστασή τους εξαρτάται από το είδος, από το χρόνο και τον τόπο αλίευσης. Ο σολομός για παράδειγμα των παγωμένων νερών του Ατλαντικού αναπτύσσει περισσότερο λίπος από τους σολομούς θερμότερων θαλασσών.
Η σαρδέλα όταν αλιεύεται το Μάρτιο έχει 2% λίπος, ενώ το Σεπτέμβριο 23%!
Στην προκειμένη περίπτωση το λυθρίνι διαθέτει πρωτεΐνη 21% και Λίπος 5% γεγονός που το καθιστά ίσως το εκλεκτότερο για τα μικρά παιδιά.

Δημοσίευση σχολίου